Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Ο Ιησούς Χριστός ως ιστορικό πρόσωπο και τα κενά

-Δεν υπήρξε ποτέ όπως και η Ναζαρέτ
-Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς και οι χριστιανικές συμπτώσεις

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ!!!
Πριν από αρκετά χρόνια, άκουσα σε μια δημόσια συζήτηση ότι η ύπαρξη του Ιησού ως φυσικού προσώπου δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και ένας κληρικός, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να παρέμβει εξοργισμένος για να διορθώσει την τοποθέτηση του ασεβή προλαλήσαντα. Δεν συνέβη, όμως, τίποτα και η συζήτηση συνεχίστηκε σαν να μίλαγαν για την πιθανότητα ύπαρξης ενός μυθικού προσώπου, π.χ. του βασιλιά των Αθηνών Κόδρου.
Η σύγκριση είναι σίγουρα ετεροβαρής, γιατί ο Ιησούς αναφέρεται κάθε μέρα με ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες από εκατομμύρια ανθρώπους και θεωρείται ο ιδρυτής μιας θρησκείας που έγινε παγκόσμια (με τα όπλα του ρωμαϊκού στρατού, βέβαια!), ενώ τον Κόδρο ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. Έκτοτε αποφάσισα να ψάξω το θέμα συστηματικά, να αναζητήσω τις πηγές και τις ιστορικές μελέτες. Το έκανα και, τελικά, διαπίστωσα πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, καταρχάς ότι και διάφοροι Έλληνες, επιφανείς μελετητές (Μπέγζος) της χριστιανικής ιστορίας αμφιβάλλουν ότι υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς.
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ!!!

Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα. Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια… αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια… όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006).
Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) – τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού.

Τα ιστορικά στοιχεία

Οι λιγοστές πληροφορίες από εξωβιβλικές πηγές, όπως τα έργα των Σουητώνιου, Ιώσηπου και Τάκιτου ή το Ταλμούδ, δεν είναι σύγχρονες του Ιησού και αναφέρονται έμμεσα σ’ αυτόν, χωρίς να δίνουν αξιόλογες πληροφορίες, κυρίως όμως, θεωρούνται πολύ αμφίβολης εγκυρότητας.
Καταρχάς, ο Φίλων ο Αλεξανδρινός (Philo Alexandrinus, 20 π.Χ.-54 μ.Χ.), Εβραίος φιλόσοφος με θαυμασμό προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος είχε ενεργό ρόλο εκπροσώπησης των Εβραίων στη Ρώμη, έγραψε σημαντικά ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του, ενώ περιγράφει στα έργα του μέχρι και ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή των Ιουδαίων της εποχής του.

Επίσης ο Τιβέριος Αλέξανδρος (Tiberius Iulius Alexander, 10-70 μ.Χ.), που ήταν στρατιωτικός και διοικητικός εκπρόσωπος της Ρώμης στην Ιουδαία και ανώτερος άρχοντας των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, ανιψιός του προαναφερθέντος Φίλωνος, και επίσης συγγραφέας της ιουδαϊκής ιστορίας, δεν αναφέρει στα έργα του τίποτα απολύτως για κάποιον Ιησού που συγκινούσε τον κόσμο, τη θρυλούμενη ανάστασή του και πιθανούς οπαδούς του.
Εδώ συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα που ανατρέπουν τους νόμους της φύσης και της λογικής, όπως τα περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (27.50-54): «ο δε Ιησούς κράξας αφήκε το πνεύμα. Και το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη… και η γη εσείσθη και οι πέτρες εσχίσθησαν» και ο Φίλων με τον ανιψιό του, δεν αντελήφθησαν τίποτα; Και πέραν αυτού: «τα μνημεία άνοιξαν και πολλά σώματα των νεκρών αγίων ηγέρθησαν και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερση (ανάσταση) αυτού (του Ιησού) εισήλθαν εις την άγια πόλη και ενεφανίσθησαν σε πολλούς». Δηλαδή, κυκλοφορούσαν «άγιοι» της χριστιανικής θρησκείας και κανείς δεν τους συνάντησε, έστω τον Αβραάμ και τον Μωυσή ή κάποιους άλλους.


Αν πράγματι είχαν συμβεί επί των ημερών του οι πολλαπλές και μαζικές συναθροίσεις «πιστών» ή περίεργων, αν είχαν συμβεί τα ιαματικά και διατροφικά θαύματα που περιγράφονται στα Ευαγγέλια, αν είχαν αναστηθεί «άγιοι» άνθρωποι, σίγουρα θα υπήρχε κάποια αναφορά στα συγγράμματα του Φίλωνα και του Τιβέριου. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, είτε δεν συνέβη τίποτα από αυτά, είτε διαδίδονταν τέτοια γεγονότα τόσο συχνά και από τόσους πολλούς θαυματοποιούς δάσκαλους, ώστε να μην θεωρούνται, έστω και ως ασήμαντα περιστατικά, άξια αναφοράς.



Ο Ιώσηπος Φλάβιος (Josephus Flavius, 37-100 μ.Χ.), στρατιωτικός και ιστορικός με αριστοκρατική καταγωγή και θρησκευτική μόρφωση, έζησε στην Παλαιστίνη και αιχμαλωτίστηκε (67 μ.Χ.) από τους Ρωμαίους στον ιουδαϊκό πόλεμο που κατέληξε στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) Στα βιβλία του «Πόλεμος των Ιουδαίων» και «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» περιγράφει ο Ιώσηπος με λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά από την απώτερη και πρόσφατη ιστορία του λαού του, αναφέρεται σε διάφορες εβραϊκές αιρέσεις κτλ., δεν κάνει όμως καμιά αναφορά σε χριστιανούς. Απρόσμενα και εκτός συμφραζομένων περιγράφει όμως ο Ιώσηπος, σε κάποιο σημείο των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων», μάλλον επαινετικά, τη δραστηριότητα και τα θαύματα του Ιησού, τον οποίο αποκαλεί «μεσσία».
Οι θρησκευτικά αδέσμευτοι Ιστορικοί, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Ιώσηπος ήταν πιστός στην ιουδαϊκή θρησκεία και διέθετε βαθιά μόρφωση για θρησκευτικά και ιστορικά θέματα, συνάγουν το συμπέρασμα ότι η αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού οφείλεται σε μεταγενέστερη προσθήκη στο έργο του. Αυτό ενισχύεται κι από το γεγονός ότι ο Ωριγένης (3ος αιώνας), πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας, κατηγορεί σε κείμενό του τον Ιώσηπο ότι δεν δέχεται πως ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος μεσσίας της ιουδαϊκής θρησκείας. Αντίθετα, ο Ευσέβιος που έζησε τον 4ο αιώνα, θεωρεί δεδομένη την αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού ως μεσσία. Έτσι συμπεραίνεται ότι η προσθήκη στα γραπτά του Ιώσηπου (XVIII, 63 κ.ε., XX, 200 κ.ε.) έγινε εκείνο το χρονικό διάστημα.

Το Ταλμούδ αναφέρεται στον Ιησού σε κεφάλαιο που γράφτηκε τον 3ο αιώνα, τον ονομάζει όμως τις πιο πολλές φορές Μπεν Σταντά ή Μπεν Παντιρά και τον συνδέει με πρόσωπα και περιστατικά που συνέβησαν περίπου 100 χρόνια πριν από αυτά που αναφέρονται στα Ευαγγέλια. Την εποχή που γράφτηκε αυτό το μέρος του Ταλμούδ υπήρχε όμως ήδη εξάπλωση του χριστιανισμού και γι’ αυτό είναι ανεξήγητη η αντίφαση. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στο Ταλμούδ καταγράφηκαν όχι οι «επίσημες» χριστιανικές απόψεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα, αλλά εκείνες κάποιας από τις πολλές χριστιανικές κοινότητες που είχαν δημιουργηθεί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Ο διακεκριμένος στωικός φιλόσοφος Σενέκας (Lucius Annaeus Seneca, 4-65 μ.Χ.) που έζησε τον 1ο χριστιανικό αιώνα, αν και εκφράζει στα έργα του φιλοσοφικές απόψεις που δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές του χριστιανισμού και γι’ αυτό επαινείται από τους πατέρες Τερτυλλιανό και Ιερώνυμο, δεν κάνει στα έργα του καμία αναφορά στον Ιησού και στους χριστιανούς, παρότι σχολιάζει επιπτώσεις στην πολιτική της Ρώμης από διάφορα σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα της εποχής. Γι’ αυτό πιθανολογείται ότι, αυτό που καθιερώθηκε αργότερα ως «χριστιανική διδασκαλία», έχει εμπλουτιστεί, μεταξύ άλλων, με υλικό από τη φιλοσοφία του Σενέκα και όχι ότι ο Σενέκας απηχεί τις, έτσι κι αλλιώς ακόμα αδιαμόρφωτες, χριστιανικές απόψεις. Εννοείται, η ιστορία ότι ο Παύλος αλληλογραφούσε με τον Σενέκα και για επιβεβαίωση κυκλοφορούσε κάποτε μια συλλογή από επιστολές τους, αποτελεί μια ακόμα μυθοπλασία που είχε στόχο να δημιουργήσει μια λαμπερή εικόνα για τους κοινωνικά και διανοητικά ενδεείς εκπροσώπους της νέας θρησκείας.


Ο ιστορικός Τάκιτος (Publius Cornelius Tacitus, 56-115/120), για τον οποίο υπάρχουν μόνο διάσπαρτες πληροφορίες, αναφέρεται στους χριστιανούς στο βιβλίο του «Χρονικά» με εχθρικό ύφος, πράγμα που σημαίνει ότι κατά το δεύτερο χριστιανικό αιώνα είχαν ήδη συγκροτηθεί και ήταν υπολογίσιμες οι ομάδες οπαδών του χριστιανισμού, οι οποίοι οπαδοί διαμόρφωσαν σταδιακά αυτό που θεωρείται σήμερα ιστορία του Ιησού. Τα κείμενα του Τάκιτου που γνωρίζουμε σήμερα, είναι αντίγραφα που έγιναν από μοναχούς, στο διάστημα 9ος-11ος αιώνας μ.Χ. και από τα συγγράμματα αυτά λείπει η εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου από το έτος 28 μέχρι το έτος 34 μ.Χ., δηλαδή μιας πολύ σημαντικής περιόδου για το χριστιανισμό.



Άρα, δεν είναι διαθέσιμη κάποια έγκυρη έκδοση αυτών των κειμένων. Πιθανόν μέρος των χειρογράφων του Τάκιτου να είχε καταστραφεί ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επειδή οι περιγραφές του δεν ταίριαζαν στις μυθοπλασίες που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της συγκροτούμενης θρησκείας.



Ο Σουητώνιος (Gaius Tranquillus Suetonius, 75-160) που ήταν σύγχρονος του Τάκιτου, περιγράφει διωγμούς χριστιανών από τον Νέρωνα και τους αναφέρει περιφρονητικά ως «είδος ανθρώπων που είχαν προσηλωθεί σε κάποια καινούργια και βδελυρή δεισιδαιμονία». Επίσης στο έργο του «Κλαύδιος» αναφέρεται ο ιστορικός στην «…υποκίνηση των Εβραίων από κάποιον Χρηστό …».

Αυτό δεν αποτελεί βέβαια μαρτυρία για την ιστορική παρουσία του Ιησού αλλά καταγραφή πληροφοριών. Το γεγονός όμως ότι ο άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και γραμματικής Σουητώνιος έγραψε Χρηστός (που ήταν τότε όνομα δούλων, χρήσιμος, καλός) αντί του Χριστός (χρισμένος), έχει δώσει λαβή σε υποψίες ότι αυτή η φράση προστέθηκε μεταγενέστερα από ανθρώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού με ελλιπή παιδεία.

Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαιτέρως είναι το γεγονός ότι, τόσο ο Έλληνας βιογράφος, ιστορικός και δοκιμιογράφος Πλούταρχος που έζησε στο διάστημα 50-120 μ.Χ., όσο και ο ιστορικός και περιηγητής Παυσανίας που έζησε περίπου από το 110-115 μ.Χ. έως περίπου το 180 μ.Χ., οι οποίοι γνώριζαν άριστα τον ελληνόφωνο χώρο και περιγράφουν ιστορικά, πολιτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά θέματά του, δεν κάνουν καμία αναφορά, ούτε για χριστιανούς, ούτε για τον αρχηγός τους, οι οποίοι, σύμφωνα με την καθιερωμένη μυθοπλασία, προσέλκυαν μεγάλους αριθμούς νέων πιστών…
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ!!!
Στον χάρτη της εικόνας που περιέχεται σε σχολικά βιβλία και άλλα χριστιανικά έντυπα, φαίνεται ότι περί τα τέλη του 2ουαιώνα μ.Χ. είχαν εκχριστιανιστεί όλη η Μικρά Ασία και μεγάλα τμήματα της Ελλάδας και της Παλαιστίνης. Κι όμως οι δύο οξυδερκείς παρατηρητές των κοινωνιών και της ιστορίας τους δεν παρατήρησαν ή δεν σημείωσαν οτιδήποτε σχετικό. Το πιθανότερο είναι λοιπόν ότι οι χριστιανικές ομάδες ήταν ολιγάριθμες και χωρίς αξιόλογη προσέλευση και πήραν έκταση με την κρατικοποίηση αυτής της θρησκείας και την επιβολή της ως μοναδικής και υποχρεωτικής στα τέλη του 4ου αιώνα.
Αναφορές στον Ιησού γίνονται σε επιστολή ενός Πόπλιου Λεντούλου (Publius Lentulus) που αναφέρεται σε μεταγενέστερα κείμενα ως Ρωμαίος στρατιωτικός διοικητής στην Ιερουσαλήμ. Η επιστολή αποτελεί αναφορά προς τη Γερουσία της Ρώμης και στον Τιβέριο που ήταν αυτοκράτωρ στα έτη 14-37 μ.Χ. και περιλαμβάνει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Ιησού, όπως το μέτριο ανάστημά του (statura procerus, mediocris et spectabilis), το χρώμα των μαλλιών του κ.ά.


Η επιστολή αυτή εμφανίστηκε πρώτη φορά κατά το 13ο αιώνα στη Ρώμη ως ανακαλυφθείσα ανάμεσα σε διάφορα χειρόγραφα και φυσικά αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Ήδη το γεγονός ότι αναφέρονται στο κείμενό της χαρακτηρισμοί, όπως «προφήτης της αλήθειας», «υιός του θεού» και «Ιησούς Χριστός» δείχνουν ότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, δεδομένου ότι οι δύο πρώτοι όροι προέρχονται από την ιουδαϊκή θρησκεία και δεν είχε λόγο να τους χρησιμοποιεί ένας Ρωμαίος αξιωματικός, η δε ονομασία "Χριστός" για τον Ιησού είναι ιστορικά μεταγενέστερη και δεν είναι δυνατόν να είχε χρησιμοποιηθεί σε ανύποπτο χρόνο. Η σύγχρονη «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρει ότι Ρωμαίος διοικητής με τέτοιο όνομα δεν υπήρξε ποτέ στην Ιουδαία και δέχεται ότι η επιστολή αυτή είναι χαλκευμένη!
Πέρα από αυτές τις (αμφιλεγόμενες) αναφορές, δεν υπάρχει κάποια ιστορική περιγραφή της ζωής του Ιησού. Ακόμα και η ημερομηνία γεννήσεώς του, δεν είναι γνωστή, παρότι ακριβώς αυτό το έτος γεννήσεως έχει καθοριστεί ως η αρχή της σύγχρονης χρονολογήσεως. Το έτος γεννήσεως του Ιησού εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ του 4 και του 1 π.Χ. Η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γεννήσεως δεν έχει σχέση με τον Ιησού, αλλά ταυτίζεται με την ημέρα γεννήσεως προχριστιανικών θεϊκών μορφών (Μίθρας) και με ρωμαϊκές εορταστικές εκδηλώσεις. Στη χριστιανική Ρώμη καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως εορτή της γεννήσεως το έτος 354, στην Κωνσταντινούπολη το 379 και στην Αντιόχεια το 388.

Οι Ιστορικοί εκτιμούν ότι τα αναγραφόμενα στα Ευαγγέλια και τις υπόλοιπες γραφές, εφόσον δεν είναι μεταγενέστερες προσθήκες και προσαρμογές, αποτελούν σύμπτυξη ιστοριών από τη ζωή και τις δραστηριότητες πολλών δεκάδων θρησκευτικών θαυματοποιών διδασκάλων, οι οποίοι έζησαν και δίδασκαν στην Παλαιστίνη εκείνους τους αιώνες και θεωρούσαν τον εαυτό τους "προφήτη" και "μεσσία". Ένας ή περισσότεροι από αυτούς πιθανόν να ονομάζονταν Ιησούς, όνομα που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στην περιοχή. Κατά μία εκδοχή, μάλιστα, είναι πιθανόν να ταυτίζεται η δραστηριότητα του ευαγγελικού Ιησού με εκείνη του Ιωάννη του βαπτιστή.
Για τα χρόνια από τη γέννηση μέχρι τη δημόσια εμφάνιση του Ιησού, η οποία τοποθετείται σύμφωνα με αναφορές στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο περί τα έτη 28-29, δεν υπάρχουν επίσης ιστορικά στοιχεία. Αναφορές για τη σταύρωση του ευαγγελικού Ιησού ομοιάζουν με υπαρκτά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα χρόνια διοίκησης του Πόντιου Πιλάτου (26-36). Η θανάτωση στο σταυρό επιβαλλόταν κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο για πολιτικά εγκλήματα σε μη Ρωμαίους πολίτες. Η σταύρωση λοιπόν του Ιησού που εκτιμάται ότι έγινε στα έτη μεταξύ 29 και 31, πρέπει να είναι συνέπεια καταδίκης του για εξέγερση κατά της αυτοκρατορίας.


Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι δεν υπήρξε ο Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο; Φυσικά και όχι, δεδομένου ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον τότε γνωστό κόσμο, για τους οποίους σε καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρεται οτιδήποτε. Πιθανό είναι λοιπόν να υπήρξε μεν ο συγκεκριμένος Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο ένας μαραγκός που σαλτάρισε στα 30 του και θεώρησε ότι είναι υιός θεού, αλλά τίποτα από αυτά που μεγαλοποιούν τα ευαγγέλια δεν ευσταθεί. Δηλαδή, δεν θα έδωσε καμιά αφορμή, με συζητήσεις περί το άτομό του, με μαζικές συναθροίσεις προσώπων, με θαύματα κλπ. κλπ., ώστε να αναφερθούν σ’ αυτόν οι Ιστορικοί της εποχής.

Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι, ο αρχηγός της χριστιανικής θρησκείας πιθανότατα δεν υπήρξε, όπως περιγράφεται στα ιερά βιβλία του χριστιανισμού (Μπέγζος), αυτά τα ιερά βιβλία δεν αποτελούν την βάση της πίστης των χριστιανών, αλλά οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών συνόδων (Ιερόθεος) και, τέλος, η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται κατά εποχή και κατά περιοχή (Πανεπιστήμιο Αθηνών)… Η χριστιανική θρησκεία που επεβλήθη αρχικά από τον ρωμαϊκό στρατό, παραγεμίστηκε σταδιακά με πλήθος μυθοπλασιών με στόχο τη χειραγώγηση των ανθρώπων και την εξυπηρέτηση της κρατικής εξουσίας και του εκκλησιαστικού μηχανισμού που συγκροτήθηκε.
Αφού διαπιστώθηκε ότι η χριστιανική θρησκεία είναι ένα συνονθύλευμα μυθοπλασιών, με ανύπαρκτο ιδρυτή, αμφισβητούμενες γραφές και μεταβαλλόμενη τακτική προσαρμογής, να δούμε μερικές από τις σημαντικότερες μυθοπλασίες:

Η φανταστική Ναζαρέτ
Ένα άλλο μυστήριο αποτελεί η πόλη Ναζαρέτ, από την οποία λέγεται ότι καταγόταν ο Ιησούς. Η προσαγόρευση "Ναζωραίος" για τον Ιησού αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη δώδεκα φορές. Για παράδειγμα, στο Ματθαίος 2,23 αναγράφεται: «και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγόμενην Ναζαρέτ, όπως πληρωθεί το ρηθέν δια των προφητών, ότι Ναζωραίος κληθήσεται». Επίσης, στο Ιωάννης (19,19) αναφέρεται ότι στο σταυρό που θανατώθηκε ο Ιησούς υπήρχε επιγραφή γραμμένη σε τρεις γλώσσες: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων»! Πέρα απ’ αυτό, ως Ναζωραίος αναφέρεται και ο ληξιαρχικός πατέρας του Ιησού, ο Ιωσήφ. Όμως, πόλη της Παλαιστίνης και συγκεκριμένα της Γαλιλαίας με το όνομα Ναζαρέτ δεν υπήρξε ποτέ πριν και κατά τη διάρκεια της ζωής του Ιησού και παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα από τα Ευαγγέλια! Η πόλη αυτή φαίνεται να «ιδρύθηκε» από τους χριστιανούς θεολόγους και αναφέρεται στις ιστορικές πηγές περί τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ!!!


Στα ιστορικά έργα του Ιώσηπου Φλάβιου, ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος των γαλιλαιϊκών στρατευμάτων στην εξέγερση κατά της Ρώμης και ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος από το έτος 67 μ.Χ., δεν αναφέρεται πουθενά αυτή η πόλη, αν και τα στρατεύματά του στρατοπέδευαν στην περιοχή της σημερινής Ναζαρέτ. Κατά τις συγκρούσεις για την κατάληψη της γειτονικής πόλης Sepphoris, η οποία απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον οικισμό που ονομαζόταν αργότερα Ναζαρέτ, έπρεπε να αποτελεί αυτή η Ναζαρέτ από στρατηγικής σκοπιάς σημείο οπισθοχώρησης ή στρατοπέδευσης των στρατευμάτων του. Μια πόλη Garis, 5 χλμ. νοτιοανατολικά της Sepphoris, που δεν υπάρχει πια και αναφέρεται πράγματι από τον Ιώσηπο (Βιβλίο 3, Κεφάλαιο 6,3) ως τοποθεσία του στρατοπέδου του, βρίσκεται ακριβώς στη θέση που υπάρχει η μεταγενέστερα αναφερόμενη Ναζαρέτ. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σίγουρα μέχρι το 70 μ.Χ. δεν φαίνεται να υπήρχε κατ’ όνομα μια πόλη Ναζαρέτ!
Αλλά και στους προηγούμενους αιώνες, στην π.Χ. εποχή, πουθενά δεν υπάρχει αναφορά στην πόλη Ναζαρέτ. Στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία αποτελεί την πολιτική και θρησκευτική ιστορία του ιουδαϊκού λαού, γίνεται αναφορά σε χιλιάδες πόλεις, χωριά και οικισμούς, πολλά ονόματα που έπαψαν να αναφέρονται κατά τη μεταγενέστερη εποχή. Όμως, σε κανένα σημείο της Π.Δ. δεν αναφέρεται κάποιος οικισμός που θα μπορούσε να ταυτιστεί κατ’ όνομα ή λόγω ιστορικών γεγονότων με την πόλη που ονομάστηκε Ναζαρέτ. Άρα τυχόν εικασίες ότι μπορεί να υπήρχε παλαιότερα το όνομα Ναζαρέτ, να περιέπεσε για δεκαετίες ή και αιώνες στη λήθη και να επανήλθε αργότερα, δεν ευσταθούν.
Το Ταλμούδ, μια συλλογή ιουδαϊκών νόμων που γράφτηκε μετά τα χριστιανικά ευαγγέλια (3ος αιώνας), αναφέρει πολλούς μικρούς και μεγάλους γαλιλαιϊκούς οικισμούς, αλλά ούτε μια φορά τη Ναζαρέτ. Γενικότερα, ουδείς ιστορικός ή άλλος συγγραφέας, πριν ή λίγο μετά τον Ιησού, έχει αναφέρει ποτέ το όνομα αυτής της πόλης. Η μόνη «πηγή» που «ιδρύει» και περιγράφει τη Ναζαρέτ, είναι η χριστιανική παράδοση, στην οποία αναφέρεται ακόμα ότι εκεί υπήρχε και συναγωγή, άρα θα έπρεπε να είναι ένας μεγαλύτερος οικισμός και όχι μια μικρή ομάδα κατοικιών ή ένας σταθμός αγροτικής παραγωγής. 
Παραμένει λοιπόν ανεξήγητο, πώς είναι δυνατόν να υπήρχε στο σταυρό του Ιησού επιγραφή που αναφερόταν σε μια πόλη, η οποία δεν υπήρχε καν εκείνη την εποχή ή πριν από αυτήν. Και πώς αναφέρεται αυτή η πόλη στα Ευαγγέλια που λέγεται ότι γράφτηκαν μέσα στον 1ο αιώνα αλλά δεν αναφέρεται στο Ταλμούδ που γράφτηκε δύο αιώνες αργότερα…
Κατά μια «αιρετική» εκδοχή ο χαρακτηρισμός Ναζωραίος (ή αλλιώς Ναζηραίς ή Ναζηραίος) σήμαινε στα εβραϊκά ο κεχρισμένος. Επειδή όμως οι θεόπνευστοι πατέρες του χριστιανισμού δεν κατανοούσαν αυτή τη λέξη, νόμισαν ότι ήταν προσδιορισμός με τοπική-εθνική σημασία και «κατασκεύασαν» μια πόλη Ναζαρέτ. Τότε όμως, πώς αναφέρεται ήδη ο Ματθαίος στην πόλη Ναζαρέτ που κατοίκησε ο Ιησούς; Το πιθανότερο είναι ότι προστέθηκαν αργότερα…

Ξεπατίκωσαν τον Τυανέα;

Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ήταν Έλληνας φιλόσοφος, σύγχρονος του Χριστού, αν υποθέσουμε ότι αυτό υπήρξε ιστορικά, που έζησε γύρω στο 5 έως 100 μ.Χ.  Υπήρξε σημαντικός νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος που γεννήθηκε στα Τύανα της Καπαδοκίας στις αρχές του πρώτου αιώνα. Υπήρξε θερμός οπαδός της πυθαγόρειας φιλοσοφίας την οποία όχι απλώς μελέτησε με δάσκαλο τον Εύξενο της Ηράκλειας, αλλά και δεν έπαψε ποτέ να ακολουθεί τις αρχές της σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του. Θεωρείται αινιγματική φυσιογνωμία, καθώς παραδίδεται από τον βιογράφο του Φιλόστρατο ότι έκανε θαύματα και προφητείες όμοια με αυτά που υποτίθεται πως έκανε ο Χριστός! Τα περισσότερα βιογραφικά στοιχεία προέρχονται από την βιογραφία που έχει καταγραφεί από τον Φιλόστρατο [1] και δεν θεωρούνται τελείως αντικειμενικά. 



Πάντως, ο Φιλόστρατος επείσθη να γράψει για τον Απολλώνιο από την αυτοκράτειρα Ιουλία Δόμνα (βλ. παραπομπές στο τέλος της σελίδας) που καταγόταν από την Συρία και από οικογένεια "βασιλέων - ιερέων". Δηλαδή, ήταν μια γυναίκα που είχε μυηθεί στα θρησκευτικά ζητήματα και ως γνώστης προφανώς θεώρησε πολύ σημαντική την αινιγματική προσωπικότητα του Απολλωνίου του Τυανέως. Σημειώνουμε επίσης, ότι ο αυτοκράτορας σύζυγος της Ιουλίας Δόμνας, Σεπτίμιος Σεβήρος είχε επισκεφθεί τα Τύανα - τόπο γέννησης του Απολλωνίου (Δίων Κάσσιος,  LXXXVI, χν, 4). 
Ο Απολλώνιος γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στον Τύανα. 
Η παράδοση γύρων από τη γέννησή του έχει πολλούς μύθους που συνοδεύονται από διάφορα θαύματα, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Ιησού. Για παράδειγμα αναφέρεται πως την ημέρα της γέννησής του η μητέρα του βρισκόταν σ' ένα λιβάδι, όπου έπεσε σε λήθαργο ενώ ταυτόχρονα ακούσθηκε μελωδικός παιάνας και άρχισαν να πετούν ολόλευκοι κύκνοι. 
Τη γέννησή του σημάδεψαν ουράνια φαινόμενα ενώ ένας κεραυνός μετεωρίστηκε επάνω από το σημείο που βρισκόταν η επίτοκος.Σε ηλικία 14 ετών μετέβη στην Ταρσό της Κιλικίας και μετά από δύο χρόνια στις Αιγές της ΚιλικίαςΣε ηλικία περίπου 20 ετών ξεκίνησε την πενταετή σιγή των Πυθαγορείων και σε ηλικία 25 ή 26 ετών μετέβη στην Αντιόχεια. Μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια και επανέφερε σε ναούς "πολλούς παραμελημένους θεσμούς". Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά του Φιλόστρατου σχετικά με την εμβέλεια του Απολλωνίου: 
έστελνε επιστολές "σε βασιλείς, φιλοσόφους, στους Ηλείους, στους Δελφούς, στους Ινδούς, στους Αιγυπτίους σχετικές με τους θεούς, τους θεσμούς, τα ήθη και τους νόμους, όπου διόρθωνε οτιδήποτε ήταν εσφαλμένο".

Χρυσό ρωμαϊκό νόμισμα με τη μορφή της Ιουλίας Δόμνας
Ο Απολλώνιος είχε και ακολουθία μαθητών στις περιοδείες του, με πιο αγαπημένο του τον Δάμη από την Νινευί. Πήγε ακόμη και στην Ρώμη όπου φυλακίσθηκε από τον Δομιτιανό και φέρεται να απέδρασε με μυστηριώδη τρόπο, με θαύμα. Το 100μ.Χ. περίπου υπέργηρος, στην Κρήτη μπήκε στον ναό της Δικτύννης Αρτέμιδος απ' όπου και αναλήφθηκε στους Ουρανούς (σύμφωνα πάντα με την παράδοση), ενώ βοή αδουσών έλεγε «άφησε την γη και πήγαινε στους Ουρανού». Το 272 μ.Χ. παρουσιάσθηκε στον Αυρηλιανό και του ζήτησε να μην καταστρέψει τα Τύανα όπως σκόπευε να κάνει. Ο Αυρηλιανός ανακάλεσε την διαταγή και έδωσε εντολή να στηθούν ναοί και αγάλματα του Απολλωνίου. Οι Αυτοκράτορες: Καρακάλας, Ελαγάβαλος, Αλέξανδρος Σεβήρος λάτρευαν τον Απολλώνιο σαν θεό. Οι Εφέσιοι τον τίμησαν ως Αλεξίκακο, γιατί τους έσωσε από φοβερό λοιμό, οι Σπαρτιάτες τον ανακήρυξαν με ψήφισμα "πολίταν" και του έστησαν "ἐπίσαμον εἰκόνα γραπτὰν καὶ χαλκᾶν ἀρετᾶς χάριν". "Ὦδε γάρ", συνεχίζει το ψήφισμα, "οἱ πατέρες ἁμῶν ἐτίμων ἄνδρας ἀγαθούς. Ἐνόμιζον γὰρ ἦμεν  Λυκούργω παῖδας, ὅσοι σύμφωνον θεοῖς τὸν βίον αἱρέοντο". Στη χριστιανική παράδοση, στο Βυζάντιο και στη Δύση ο Απολλώνιος είναι ο "μάγος" και ο "γόης', η ενσάρκωση του Σατανά. Προφανώς δεν συνέφερε η ενασχόληση κάποιου φιλόδοξου ερευνητή για τον βίο και την πολιτεία του Απολλωνίου. 
Εκατό περίπου χρόνια μετά τον Φιλόστρατο, ο έπαρχος της Βιθυνίας Ιεροκλής έγραψε δυο λόγους για να αντιπαραβάλει τον Απολλώνιο προς τον Ιησού. Για να δείξει τότε ο επίσκοπος Καισαρείας (της Παλαιστίνης) Ευσέβιος πόσο αβάσιμη ήταν η σύγκριση, έγραψε έναν αντιρρητικό λόγο "Προς τα υπό Φιλοστράτου εις Απολλώνιον τον Τυανέα". Με τον έλεγχό του ο Ευσέβιος επιχειρεί προπάντων να αποδείξει ότι τα θαύματα που αποδίδονταν στον Απολλώνιο -και ήταν πολλά- είναι μυθικά και πως αυτής ήταν γόης και μάγος. Έτσι μπήκε ο Απολλώνιος στη χριστιανική παράδοση ως μάγος και γόης αλλά και διασώθηκε το κείμενο του Φιλοστράτου μέσα από τον Ευσέβειο!
Η μορφή του Απολλωνίου μοιάζει με αυτήν του Ιησού  που κυριαρχεί στις εικόνες που έχουν αναρτηθεί στα δημόσια καταστήματα: ξανθός, γαλανομάτης, με τα μαλλιά (αν και περισσότερο κατσαρά) μέχρι τους ώμους, με πρόσωπο εξαγνισμένα ήρεμο. Μόνο που αρχαιολογικώς την μορφή του Απολλωνίου την γνωρίζουμε και είναι αυτή του... Ιησού. Και την γνωρίζουμε από περίαπτα που έχουν βρει οι αρχαιολόγοι στην Ρώμη, την Κόρινθο, τα Τύανα κ.λπ. 

 Η τριαδικότητα

Ένα άλλο ζήτημα προβληματισμού είναι, πώς προέκυψε η «κατασκευή» για τον τριαδικό θεό, με τον Ιησού στη θέση του γιου, η οποία πουθενά δεν αναφέρεται ρητά, ούτε στην Παλαιά Διαθήκη ούτε στα Ευαγγέλια, αλλά συνάγεται από διάφορες διατυπώσεις, οι οποίες με την, προσφιλή στους θεολόγους, μέθοδο της ερμηνευτικής μπορούν να πάρουν και την ακριβώς αντίθετη σημασία. Γεγονός είναι ότι τα περί τριαδικότητας αποτελούν μεταγενέστερη επινόηση των εκκλησιαστικών «πατέρων», αρχικά του Αθηναγόρα και του Τερτυλιανού.

Αν ληφθεί δε επί λέξει η αναφορά «υιός του θεού» που παρουσιάζεται σε πολλά σημεία των ευαγγελίων και ερμηνεύεται ως απόδειξη της σχέσης πατρός θεού και υιού Ιησού, τότε πρέπει να ληφθεί επίσης επί λέξει η αναφορά στη Γένεση (στ΄ 2) όπου αναγράφεται: «Ιδόντες οι υιοί τού Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίαι, έλαβον εις εαυτούς γυναίκας». Άρα υπήρχαν περισσότεροι του ενός υιοί θεού, οι οποίοι παντρεύτηκαν κιόλας.
Ο ίδιος ο Ιησούς ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του θεό, το οποίο αποτελεί θεμελιώδες δόγμα της χριστιανικής θρησκείας και θα έπρεπε να προβάλλεται από τον ίδιο και τους μαθητές του! Ο Παύλος δεν αναφέρει πουθενά στις επιστολές του τον Ιησού ως θεό και διατηρεί αυτόν τον υπέρτατο χαρακτηρισμό μόνο για τον ένα και μοναδικό θεό του! Οι οπαδοί εκείνης της εποχής πίστευαν στον Θεό, πίστευαν και στον Ιησού, αλλά δεν ταύτιζαν αυτές τις δύο έννοιες. Εξ αυτού οι χριστιανοί οπαδοί ονόμαζαν τον Ιησού τον 2ο και 3ο αιώνα «θεϊκό» και τον λάτρευαν υπερβαλλόντως, πράγμα που οδήγησε τον 4ο αιώνα την ρωμαϊκή (γοτθική) εξουσία στην Σύνοδο της Νίκαιας να αναβαθμίσει ένα «θεϊκό δάσκαλο» σε «θεό».
Επίσης, η Καινή Διαθήκη αναφέρεται σε γεγονότα, τα οποία παρουσιάζονται τώρα ως «θαύματα», ενώ την εποχή που λέγεται ότι συνέβησαν, ονομάζονταν «σημεία» ή «σημάδια εξ ουρανού». Αλλιώς θα έπρεπε ο θεός, λένε έγκριτοι θεολόγοι, να ανατρέπει για χάριν κάποιου πεινασμένου ή άρρωστου ή πεθαμένου τους νόμους της φύσης …; Αργότερα αποφάσισαν οι «πατέρες της εκκλησίας» να θεωρούνται τα σημάδια «θαύματα», όπως τα εννοούν μερικοί σήμερα, δηλαδή υπερφυσικά γεγονότα που ανατρέπουν τη Φύση.
Η μόνη λογική εξήγηση για τη δημιουργία του «τριαδικού» θεού που είναι μεν ένας, αλλά έχει τρεις υποστάσεις, ότι κι αν σημαίνει αυτό, πρέπει να οφείλεται σε αντιγραφή από ανταγωνιστικές θρησκείες των πρώτων χριστιανικών αιώνων, οι οποίες είχαν επικεφαλής επίσης πλειάδα θεϊκών μορφών. Η ιδέα της θεοποίησης του Ιησού εμφανίζεται 2 γενιές μετά τον αναφερόμενο θάνατό του και σχετίζεται με τον ανταγωνισμό των θρησκειών της εποχής: Ημίθεος ο Ηρακλής, θεάνθρωπος ο δικός μας κ.ο.κ. Με αυτό τον τρόπο, ο χριστιανισμός παρουσιαζόταν προς τους Ιουδαίους ως μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά προς τους εθνικούς ως πολυθεϊστική και γινόταν έτσι ελκυστική και πολυσυλλεκτική.
Στο αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο παρουσιάζεται η τριάδα Δίας, Ήρα και η θυγατέρα Αθηνά. Η θεά Εκάτη εμφανίζεται στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας ως τρισυπόστατη, εκφράζοντας ουσιαστικά τους τρεις κόσμους (Θεϊκό, Γήινο και Νεκρικό). Στην κέλτικη θρησκεία η θεά Morrigan έχει τρεις μορφές: αγάπη, γονιμότητα και θάνατος. Στον Ινδουϊσμό εκφράζεται μια τριαδικότητα με την Trimurti, την ενότητα των τριών υποστάσεων του δημιουργού (βράχμα), προστάτη (βίσνου) και καταστροφέα (σίβα).
Τέλος, στην επίσης πολύ παλαιότερη από το χριστιανισμό αιγυπτιακή θρησκεία υπήρχε ο θεός πατέρας Όσιρις, η θεά μητέρα Ίσις, σύζυγος του Όσιρι και το παιδί τους, ο Ώρος, ο οποίος ήταν πτηνό, όπως το χριστιανικό «άγιο πνεύμα» (βλέπε και επόμενα). Στην αιγυπτιακή θρησκεία το πτηνό ήταν, όμως, γεράκι, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη μυθολογία και την κοινωνική ζωή των λαών της βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής.

Η μητέρα του Ιησού

Αυτή η εισαγωγή της τριαδικότητας από τους εκκλησιαστικούς πατέρες δημιούργησε όμως, πέρα από τις πολλαπλές αιρέσεις και συγκρούσεις, ακόμα μέχρι το 19ο αιώνα και σήμερα ίσως, συμπληρωματικά προβλήματα: Οι εθνικές θρησκείες είχαν πάντα και μια θηλυκή θεότητα, η οποία «φρόντιζε» για τα θέματα της γυναικείας απασχόλησης στις αρχαίες κοινωνίες και μέχρι σήμερα, τη μητρότητα, την οικογένεια, την υγεία κ.ά. Τέτοιες θεότητες ήταν η περσική Εκάτη, η αιγυπτιακή Ίσις, οι ελληνικές θεότητες Ήρα, Αθηνά, Αφροδίτη, κ.ο.κ., των οποίων η λατρεία ήταν πολύ διαδεδομένη στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και στις οποίες είχαν αφιερωθεί εντυπωσιακοί ναοί.
Η χριστιανική θρησκεία είχε έναν θεό απροσδιόριστου φύλου, ο οποίος όμως εκδηλώνεται κατά γενική αντίληψη ως άντρας, ένα υιό αρσενικό και το πνεύμα ουδέτερο. Τίποτα θηλυκό, ίσως και λόγω του παραδοσιακού μισογυνισμού των «πατέρων». Όποτε είχε τεθεί το πρόβλημα της απουσίας θηλυκής θεότητας, κάθε πρόταση είχε απορριφθεί από τους μεγάλους εκκλησιαστικούς «πατέρες», για διάφορους λόγους.
Τελικά, στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.) αποφασίστηκε να ανακηρυχθεί η μητέρα του Ιησού, Μαρία, ως «παναγία και υπεραγία θεοτόκος», την οποία όμως ο τότε οικουμενικός πατριάρχης μόνο ως «χριστοτόκο» δεχόταν να αναγνωρίσει. Αυτή η επιλογή με την εισαγωγή θηλυκής θεότητας προκάλεσε νέες αντιδικίες, συγκρούσεις και αιρέσεις, πολλές από τις οποίες διαρκούν μέχρι των ημερών μας! Σταδιακά αποδόθηκαν δε όλες οι υπερφυσικές ικανότητες των προχριστιανικών θηλυκών θεοτήτων στην μητέρα του Ιησού.
Για παράδειγμα, κοντά στο ιερό της Αφροδίτης στη Βραυρώνα Αττικής, η οποία Αφροδίτη «γιάτρευε» τα ασθενή παιδιά, δημιουργήθηκε εδώ και πολλούς αιώνες και υπάρχει μέχρι σήμερα ανακαινισμένη μια εκκλησία της «Παναγίας γιάτρισσας». Αντίστοιχα έχουν γίνει κοντά ή πάνω σε όλα τα αρχαία ιερά!

Η νέα θρησκεία

Ένα άλλο ανεξήγητο από τους θεολόγους σημείο είναι ότι, στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος θρησκεία, ούτε φαίνεται από το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού να υπήρχε ως στόχος η ίδρυση μιας νέας θρησκείας!
Αντίθετα, οι ευαγγελικές περιγραφές (Ματθαίος, 5, 17-1 δείχνουν μια συμπεριφορά και ομιλία πιστού Ιουδαίου: «Μην νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον και τους προφήτας, ούκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (πληρώ = εκπληρώ, συμπληρώνω). Επίσης, το περιγραφόμενο σε Ευαγγέλιο περιστατικό της εκδίωξης των εμπόρων από τη συναγωγή δείχνει, αν πράγματι συνέβη, ότι στόχος του ευαγγελικού Ιησού ήταν η κάθαρση και ανάδειξη της ιουδαϊκής θρησκείας και όχι η υποκατάστασή της.
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ!!!
Με τέτοιες αντιφάσεις και ελλείψεις στα Ευαγγέλια φαίνεται λογικό να σμικρύνεται η σημασία τους από τους θεολόγους που αναφέρθηκε στην αρχή και να προτάσσονται αντ’ αυτών η «αποκαλυπτική» αλήθεια και οι αποφάσεις των Συνόδων, δηλαδή ότι βολεύει σε κάθε εποχή και κάθε συγκυρία.
Η εκτροπή των εξελίξεων από μια συνήθη ιουδαϊκή διδασκαλία προς μια νέα θρησκεία, αφενός με σύμπτυξη στοιχείων (συγκρητισμός) από την εβραϊκή, από το ελληνικό δωδεκάθεο και από διάφορες εθνικές θρησκείες στο χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της εκείθεν Ανατολής (Μίθρας, Άττις, Όσιρις κλπ), αφετέρου με καθιέρωση απλοϊκών διαδικασιών για εύκολη μετάνοια ύστερα από κάθε μορφής αμαρτίες (μέχρι και δολοφονίες), έγκαιρη επίγεια συγχώρεση (των πιστών) και ελπίδες για ατομική κατάκτηση της «μετά θάνατον ζωής», φαίνεται ότι έγινε από τον Απόστολο Παύλο, διάφορους οπαδούς και από μαθητές τού Ιησού -σε αντιπαράθεση με τον Απόστολο Πέτρο- οι οποίοι με τη δράση και το κήρυγμά τους ανύψωσαν τον ευαγγελικό Ιησού στη θέση τού ιδρυτή και ηγέτη.
 Η διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του που κωδικοποιήθηκε στην «Καινή Διαθήκη», αναγνωρίστηκε ως επίσημη κρατική θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο (Aurelius Constantinus Flavius Valerius, 272-337) και επεβλήθη ως αποκλειστική από τον ισπανο-εβραίο  Θεοδόσιο (Flavius Theodosius Ι, 347-395).
Ο χριστιανισμός, η θρησκεία που αναγνωρίζει ως ιδρυτή της τον, ίσως και ανύπαρκτο, Ιησού Χριστό, αποτελεί το τέκνο της σύγκρουσης μεταξύ, αφενός του ανατολίτικου μεταφυσικού μυστικισμού και αφετέρου του ελληνικού ορθολογικού ανθρωποκεντρισμού. ο μεταφυσικός μυστικισμός, έκδηλος στο μονοθεϊστικό αλλά τριαδικό χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας, επικράτησε σ’ αυτή τη σύγκρουση, αφενός με τη δυναμική υποστήριξη των ρωμαϊκών μισθοφορικών στρατευμάτων και αφετέρου με την καταπίεση, αποσιώπηση και, σε πολλές περιπτώσεις, διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Αποτέλεσμα ήταν να χρειασθεί να φθάσει η ανθρωπότητα στον Kαρτέσιο (Rene Descartes, 1596-1650) για να ανακαλύψει εκ νέου τον χαμένο ορθολογισμό, ο οποίος φαινόταν να έχει εκλείψει με την παρακμή της ελληνικής Αρχαιότητας.

Παραπομπές:
1. Το όνομα "Φιλόστρατος" φέρουν στην ιστορία της λογοτεχνίας τέσσερις Έλληνες σοφιστές (ρητοροδιδάσκαλοι) καταγόμενοι από την Λήμνο. Ο Φλάβιος Φιλόστρατος (ο Ευσέβιος τον αποκαλεί "Αθηναίο") ήταν γιός του Φιλοστράτου Βήρου του Λημνίου. Ήταν σοφιστής και υπήρξε πολύ διάσημος. Δίδαξε στην Αθήνα και τη Ρώμη, όπου διετέλεσε παιδαγωγός των τέκνων του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου μεταξύ των ετών 193-211. Σπουδαιότερα έργα του ήταν  τα εξής: "Βίοι σοφιστών", "Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον"  και "Γυμναστικός". Επίσης του αποδίδονται και άλλα σπουδαία έργα. 
Το έργο της βιογραφίας του Απολλωνίου το εμπιστεύθηκε στον Φιλόστρατο η Ιουλία Δόμνα που ήταν μέλος της περίφημης Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής δυναστείας των Σεβήρων. Ήταν αυτοκράτειρα και σύζυγος του Σεπτίμου Σεβήρου και μητέρα των, επίσης αυτοκρατόρων, Γέτα και Καρακάλλα. Η Ιουλία Δόμνα, που καταγόταν από την Συρία με προγόνους "Ιερείς Βασιλείς", υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές γυναίκες στην πολιτική ιστορία της Ρώμης, με τεράστια επιρροή στον αυτοκρατορικό θρόνο. 



1 σχόλιο:

  1. Ο Νόμος Μου Είναι Νόμος Αγάπης
    http://www.tlig.org/el/messages/27/

    -Eίμαι εδώ, Eγώ είμαι, ο Iησούς Xριστός. Eπίτρεψέ Mου να σου υπαγορεύσω τα Λόγια Mου, κόρη Mου. Tώρα, άκουσέ Mε και διάκρινέ Mε.
    Mήπως Mε φοβάστε; Mήπως Mε απαρνείστε γιατί τα μάτια Mου βλέπουν μέσα σας και μπορούν να διαβάσουν όλα, όσα έχει κάνει η ψυχή σας; Mη Mε φοβάστε, γιατί σας έχω ήδη συγχωρήσει. Tο Aίμα Mου χύθηκε για τη σωτηρία σας. Hμουν πάνω στη γη με σάρκα, έζησα ανάμεσα σε αμαρτωλούς, θεραπεύοντας τους αρρώστους και ανασταίνοντας τους νεκρούς. Δεν σας έχω εγκαταλείψει, γιατί ακόμη βρίσκομαι ανάμεσά σας, γιατρεύοντάς σας. Eλάτε σε Mένα να θεραπευθείτε. Θα υψώσω τις ψυχές σας έως Eμένα, θα σας μάθω να Mε αγαπάτε και ν'αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Aν είστε αδύνατοι, η Δύναμή Mου θα σας στηρίξει, αν έχετε χαθεί, θα είμαι εκεί, για να σας δείξω την Oδό. O Nόμος Mου είναι ένας Nόμος Aγάπης, ακολουθείστε Tον. Aκολουθώντας Tον, θ'ανοίξω τις καρδιές σας, για να μπορέσετε να Mε δεχθείτε. Θα σας εμπνεύσω, θα σας διδάξω πώς ν'αγαπάτε, πώς να συγχωρείτε, πώς να είστε άγιοι και να ζείτε άγια. Eλάτε λοιπόν, αγαπημένοι, ελάτε και μάθετε από Mένα. Eίμαι η Aγάπη, είμαι η Eιρήνη, είμαι η Eυσπλαχνία, είμαι Πράος και Tαπεινός, είμαι η Συγγνώμη. Σας αγαπώ όλους.
    ...Δεν είμαι ένας Θεός περίπλοκος, ούτε είμαι απομακρυσμένος. Δεν κρύβω το πρόσωπό Μου και δεν κρατώ κανένα στο σκοτάδι. Και μόνη η Παρουσία Μου είναι Φως! Πολλοί από σας λένε: 1 "Κύριε, πες μας κάτι καινούριο..." Αυτό είναι το πνεύμα του Αντίχριστου και το πνεύμα αυτό είναι διαδεδομένο στον κόσμο. Δεν θα σας φέρω τίποτε καινούριο: Πέθανα, αναστήθηκα, είμαι ο Πρώτος και ο Έσχατος. Όποιος πιστεύει σε Μένα θα έχει ζωή αιώνια. Είμαι αιώνια ζωντανός και ένδοξος, και κρατώ τα κλειδιά του θανάτου και του Άδη. Υπάρχουν κι άλλα που πρόκειται να έρθουν, αλλά τα πάντα είναι γραμμένα μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Θα έρθω με το Πνεύμα Μου να σας ξαναδώσω το φως σας, για να εκπληρωθούν αυτά που είπα... ότι στο τέλος θα θριαμβεύσω.

    Ο Εξαγνισμός
    http://www.tlig.org/el/messages/655/


    Oλη η εξουσία θα προέλθει από Mένα. Kατάλαβε, ότι η Σοφία προέρχεται από Mένα. Oσοι έχουν μάτια, ας δουν, όσοι έχουν καρδιά, ας καταλάβουν ότι είμαι Eγώ, ο Γιαχβέ Σαβαώθ που μιλώ. Ποτέ δεν σας εγκατέλειψα, παραδίδω τη Σοφία Mου για ν'αποκαταστήσω το Λόγο Mου. Eρχομαι να υπενθυμίσω σε όλους εσάς την Aγάπη Mου για σας και να σας ευλογήσω όλους. Δεν θέλω να σας δω να χάνεστε. Aλοίμονο στον άφρονα! Eξαγνισθείτε γιατί ο καιρός πλησιάζει. Aκούστε τα λόγια Mου, γιατί εάν κάνετε αυτό που σας ζητώ, θα σας συγχωρήσω. Σας οδηγώ να ζήσετε με Eιρήνη και Aγάπη, γιατί είμαι ένας Θεός Eιρήνης και Aγάπης. Zείτε άγια, προσευχηθείτε για συγχώρεση κι Eγώ θα σας ευλογήσω. Eίστε όλοι παιδιά Mου, που δημιούργησα από Aγάπη. Eλάτε, χαράξτε τα Λόγια Mου στην καρδιά σας γιατί Eγώ είμαι ο Γιαχβέ, που σας οδηγώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή