Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Η διαφορά μεταξύ Ελλήνων και χριστιανών

Η φωτογραφία προέρχεται από την επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Είναι ευδιάκριτος ο ισχυρισμός ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε το... 5508 π.Χ.!!!

«Τι ορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους χριστιανούς; Μια διαφορά, που από ένα σημείο και πέρα γίνεται αντίθεση, εναντίωση, ρήξη, πάλη της φωτιάς με το νερό;
Εκείνο που ορίζει τη διαφορά είναι κάτι άλλο και σαφές, όσο και το φύλλο της ελιάς. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι απόλυτο και ακραίο.
Η διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι πως οι Έλληνες οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην παρατήρηση και στη νόηση, ενώ οι χριστιανοί οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην υπόθεση και στη φαντασία.
Η παρατήρηση των Ελλήνων είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε πάντα να βεβαιώνεται
πρακτικά από τα συμβαίνοντα στη φύση, και πάντα να αποδεικνύεται χειροπιαστά από το πείραμα στο εργαστήριο.
Αντίθετα, η υπόθεση των χριστιανών είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε μένει αναπόδειχτη. Οποιοδήποτε δεδομένο των χριστιανών ποτέ δε θα βρει την εφαρμογή του μέσα στην κλίμακα της φύσης.
Ποτέ και κανείς, λόγου χάρη, δεν είδε το θεό μέσα στις εξισώσεις του Αινστάϊν ή στο λαμπορατόριο(1). Ποτέ και κανείς δεν είδε ένα νεκρό να ξανανεβαίνει στο φως, και να βγάζει λόγο για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Ποτέ και κανείς δεν αγάπησε το ξένο παιδί όσο αγαπά το δικό του, ή δε δέχτηκε να πεθάνει το δικό του παιδί στη θέση του παιδιού ενός ξένου.
Πιο απλά, οι έλληνες ξεκινούν από τη φύση και το ορατό. Το όργανο της μελέτης τους είναι η λογική. Η πρόθεσή τους είναι άσκοπη, και εντελώς αντικειμενική. Εμάθαιναν με οδηγό εκείνο το περίφημο «θεωρίης εἳνεκεν»(2) του Ηροδότου.
Οι έλληνες μελετούσαν σπρωγμένοι από το φυσικό τους, και για να ικανοποιήσουν την έμφυτη ανάγκη του νου. Όπως ακριβώς έτρωγαν σπρωγμένοι από το φυσικό τους, και για να ικανοποιήσουν την έμφυτη ανάγκη του σώματος.
Σε εκείνο το περιώνυμο του Αριστοτέλη «πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει»(3) υπάρχει σα βάση η λέξη «όρεξη». Η όρεξη να μάθουν, δηλαδή, γι’ αυτούς ήταν διαδικασία όμοια με την όρεξη να φάνε.
Αντίθετα, οι χριστιανοί ξεκινούν από την ψυχή και το αόρατο. Το όργανο της μελέτης τους είναι η φαντασία και το συναίσθημα. Η πίστη σαν όργανο έρευνας είναι μετεξελιγμένη μορφή του συναισθήματος. Και η πρόθεσή τους είναι σκόπιμη και υποκειμενική.
Ξεκινώντας λοιπόν από τις αφετηρίες της παρατήρησης και της φαντασίας βρίσκουμε και εξηγούμε, γιατί η μέθοδος των ελλήνων οδήγησε στην επιστήμη, και γιατί ο τρόπος των χριστιανών οδήγησε στη θρησκεία.
Και πάρα πέρα, βρίσκουμε και εξηγούμε, γιατί το κριτήριο της επιστήμης είναι η πειραματική απόδειξη της γνώσης, και στη συνέχεια η αναγκαστική αποδοχή της από κάθε φρόνιμο άνθρωπο, ενώ το γνώρισμα της θρησκείας είναι η «εξ αποκαλύψεως αλήθεια» και το «δόγμα». Όροι, που για την επιστήμη δεν έχουνε νόημα.
Ο Αυγουστίνος, ένας πρώιμος και βαθύς θεωρητικός των χριστιανών, έλεγε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το χριστιανισμό είναι τα μαθηματικά. Η πιο καθαρή δηλαδή μορφή της επιστήμης(4). Ήξερε ο άνθρωπος.
Και ο Χάϊντεγγερ στον καιρό μας, στην προσπάθειά του να δείξει πως δεν έχει νόημα να συσχετίζεται ο χριστιανισμός σα θρησκεία με τη φιλοσοφία και την επιστήμη, χρησιμοποίησε το παράδειγμα της λογικής αντίφασης. Contradictio in adjecto.
«Μια χριστιανική φιλοσοφία», λέει, «είναι ένας ξύλινος σίδηρος». "Eine christiche Philosophie ist ein hölzernes Eisen"(5).» 
Δημήτρης Λιαντίνης - "Τα Ελληνικά". 

________________________
1. Ο σκώτος φιλόσοφος Χιουμ (1711-1776) αυτό τον έλεγχο των αληθειών της θεολογίας από την επιστήμη τον περιγράφει με κανονιές. Γράφει: «Ας πάρουμε στα χέρια μας κάποιο τόμο θεολογίας ή σχολικής μεταφυσικής και ας ρωτήσουμε: Περιέχει οποιονδήποτε πειραματικό συλλογισμό που να αφορά γεγονότα ή υπαρκτά πράγματα; Όχι. Ρίξτε τον τότε στη φωτιά! Γιατί δεν περιέχει παρά σοφιστείες και πλάνες». Βλ. Davies Ρ., Θεός και μοντέρνα φυσική. Κάτοπτρο. Προλογίζει Ευ. Μπιτσάκης, σ. 14.
2. Ηροδότου, 1, 30, 1.
3. Αριστοτ., Των μετά τα Φ. 980 a.
4. Βλ. Davies Ρ., ό.π.π., σ. 335.
5. Βλ. Heidegger M., Einführung in die Metaphysik, Tübingen 1966, σ. 6.


πηγή: Κορφι Παν Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου